- σφαιριδίνες
- οι, Ν(βιοχ.) οι σφαιρίνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφαιρίνη — η, Ν (βιοχ.) α) πρωτεϊνικό σώμα το οποίο συνδέεται με μια προσθετική ομάδα ή μία αίμη που είναι χαρακτηριστική τής μυοσφαιρίνης και τής αιμοσφαιρίνης β) στον πληθ. οι σφαιρίνες ανομοιογενής ποικίλης δομής και λειτουργίας ομάδα πρωτεϊνών με… … Dictionary of Greek